- τσουβάλιασμα
- τό1) накладывание в мешки; 2) введение в заблуждение; обман
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσουβάλιασμα — το, ατος 1. τοποθέτηση σε τσουβάλι, συσκευασία σε σακί, σάκιασμα: Έγινε το τσουβάλιασμα της ζάχαρης. 2. μτφ., παραπλάνηση, εξαπάτηση: Ήταν παντρεμένος και με τσουβαλιάσματα αρραβωνιάστηκε. 3. φυλάκιση, κλείσιμο στο κρατητήριο: Έκλεψε κι έγινε το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσουβάλιασμα — το, Ν [τσουβαλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσουβαλιάζω … Dictionary of Greek
σάκιασμα — το, Ν [σακιάζω] το αποτέλεσμα τού σακιάζω, σακούλιασμα, τσουβάλιασμα … Dictionary of Greek